ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μοντέλο κέντρου βάρους (ποικιλομορφίας) (το) center of gravity (diversity) model
στοματική κοιλότητα (η) center of the tongue
κεντρικός,-ή,-ό central
κεντρική σημασία (η) central meaning
κεντρικό νευρικό σύστημα (το) central nervous system
κεντρική θέση (η) central position
κεντρικές γλώσσες Σουδάν (οι) Central Sudan languages
κεντρική τάση (η) central tendency
κεντρικό φωνήεν (το) central vowel
κεντρικοποίηση (η) centralisation