ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μοντέλο κέντρου βάρους (ποικιλομορφίας) (το) | center of gravity (diversity) model |
στοματική κοιλότητα (η) | center of the tongue |
κεντρικός,-ή,-ό | central |
κεντρική σημασία (η) | central meaning |
κεντρικό νευρικό σύστημα (το) | central nervous system |
κεντρική θέση (η) | central position |
κεντρικές γλώσσες Σουδάν (οι) | Central Sudan languages |
κεντρική τάση (η) | central tendency |
κεντρικό φωνήεν (το) | central vowel |
κεντρικοποίηση (η) | centralisation |