ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αιτιακή σχέση (η) causal relationship
αιτιακή θεωρία (η) causal theory
αιτιακός,-ή,-ό causative (caus, CAUS)
αιτιατική γλώσσα (η) causative language
αιτιακή θεωρία (η) causative theory
μεταβιβαστικό ρήμα (το) causative verb
που δηλώνει αιτία causativus
αίτιο (το) cause
δομή προκαλούμενης κίνησης (η) caused motion construction
αίτια αλλαγής (τα) causes of change