ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συστατικό κατηγοριακής τιμής (το) | category-valued feature |
αλύσωση (η) | catenation |
αλυσοειδής,-ής,-ές | catenative |
αλυσοειδές ρήμα (το) | catenative verb |
καυκάσιος-α-ο | Caucasian |
καυκασιανές γλώσσες (οι) | Caucasian languages |
αιτιατός-ή-ό | causal |
θεωρία της αιτιατής/αιτιώδους αλυσίδας (η) | Causal chain theory |
αιτιολογική πρόταση (η) | causal clause |
αιτιακός παράγοντας (ο) | causal factor |