ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συστατικό κατηγοριακής τιμής (το) category-valued feature
αλύσωση (η) catenation
αλυσοειδής,-ής,-ές catenative
αλυσοειδές ρήμα (το) catenative verb
καυκάσιος-α-ο Caucasian
καυκασιανές γλώσσες (οι) Caucasian languages
αιτιατός-ή-ό causal
θεωρία της αιτιατής/αιτιώδους αλυσίδας (η) Causal chain theory
αιτιολογική πρόταση (η) causal clause
αιτιακός παράγοντας (ο) causal factor