ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
καταφορικός,-ή,-ό | cataphoric |
καταδρομικός,-ή,-ό | cataphoric |
καταφορική αναφορά (η) | cataphoric reference |
καταφορικές λέξεις (οι) | cataphoric words |
θεωρία καταστροφών (η) | catastrophe theory |
σλόγκαν (το) | catch-phrase |
πιασάρικη ατάκα (η) | catch-phrase |
σλόγκαν (το), πιασάρικη λέξη (η) | catch-word |
λέξη-οδηγός (η) | catch-word |
λέξη-κλειδί (η) | catch-word |