ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ευθεία πτώση (η) | casus rectus |
κατάχρηση (η) | catachresis |
Καταλανικά (τα) | Catalan |
κατάλογος (ο) | catalogue |
κριτικός κατάλογος (ο) | catalogue raisonné |
καταφoρικότητα (η), Καταδρομή (η) | cataphor |
καταδρομή (η) | cataphora |
καταφορά (η) | cataphora |
καταφoρικότητα (η), Καταδρομή (η) | cataphora |
καταφορικός-ή-ό, Καταδρομικός-ή-ό, | cataphoric |