ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ομιλία γονέα (η) caregiver speech
ομιλία τροφού (η) caretaker speech
Καριβική (η) (γλώσσα) Carib
Καριβική (η) (γλώσσα) Cariban
Στατιστική Δέσμη Εργαλείων Γλωσσικής Προτυποποίησης Πανεπιστημίου Κάρνεγκι Μέλλον και Κέιμπριτζ (CMUSLM) (η) Carnegie Mellon University–Cambridge Statistical Language Modeling (CMUSLM)Toolkit
καρτεσιανή γλωσσολογία (η) Cartesian linguistics
καρτεσιανό γινόμενο (το) Cartesian product
διαδοχικός,-ή,-ό cascade
σε σειρά cascade
διάταξη σε σειρά (η) cascade configuration