ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κανονική αναγκαιότητα (η) canonical necessity
αργκό (η) cant
Καντονεζική (η) (γλώσσα) Cantonese
Αρχή Ελεγχόμενης Συμφωνίας (ΑΕΣ) (η) cap
ΑΕΣ CAP
δυναμικότητα (η) capacity
δυνατότητα (η) capacity
κεφαλαίο (το) (γράμμα) capital
πρωτεύοντα σημασιακά χαρακτηριστικά (τα) capital traits
χρήση κεφαλαίων γραμμάτων (η) capitalization