ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κόρπους Προφορικής Αγγλικής της Βόρειας Αμερικής Κείμπριτζ-Κορνέλ (το) | Cambridge–Cornell Corpus of Spoken North American English |
γλώσσα του Καμπιντάνο (η) / Καμπιντανέζικη (η) (γλώσσα) | Campidanese |
Καναδικά Αγγλικά (τα) | Canadian English |
Δενδική Τράπεζα Καναδικού Χάνζαρντ (η) | Canadian Hansard Treebank |
απλοποίηση (η) | cancellation |
Ακύρωση (η) | cancellation |
κανονικός,-ή,-ό | canonical |
κανονικός τύπος (ο) | canonical |
κανονικό βάβισμα (το) | canonical babbling |
κανονικός τύπος (ο) | canonical form |