ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
μεταφορά δομικών μονάδων (η) building block metaphor
δενδρική τράπεζα Βουλγαρικών (η) Bul Treebank
Βουλγαρική (η) Bulgarian
στέκομαι ψηλά bunch
κουλούριασμα (το) bunched
εξόγκωση (η) bunching
κουλούριασμα (το) bunching
Εξόγκωση (η) Bunching, bunch
Δεσμίδα (η), δέσμη (η) bundle
Δεσμίδα (η), δέσμη (η) bundle