ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διακλαδούμενη έμβαση (η) | branching onset |
διακλαδούμενο πρόγραμμα (το) | branching programme |
Διακλαδούμενοι ποσοδείκτες (οι) | branching quantifiers |
κανόνες διακλάδωσης (οι) | branching rules |
προϊοντικό όνομα (το) | brand name |
δείκτης παύσης (ο) | break index |
διφθογγοποίηση (η) | breaking |
αναπνευστική ομάδα (η) | breath group |
εκπνευστική ομάδα (η) | breath group |
Ψιθύρισμα (το), Μουρμούρα (η) | breathiness |