ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διακλαδούμενη έμβαση (η) branching onset
διακλαδούμενο πρόγραμμα (το) branching programme
Διακλαδούμενοι ποσοδείκτες (οι) branching quantifiers
κανόνες διακλάδωσης (οι) branching rules
προϊοντικό όνομα (το) brand name
δείκτης παύσης (ο) break index
διφθογγοποίηση (η) breaking
αναπνευστική ομάδα (η) breath group
εκπνευστική ομάδα (η) breath group
Ψιθύρισμα (το), Μουρμούρα (η) breathiness