ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εγκεφαλικές αλλοιώσεις (οι) | brain lesions |
πρόγραμμα Μπρέινβοξ (το) | Brainvox program |
διακλάδωση (η) | branch |
κλάδος (ο) | branch |
Κλάδος (ο) | branch |
διακλαδούμενος,-η,-ο | branching |
Διακλάδωση (η), διακλαδούμενος-η-ο | Branching |
διακλαδούμενο διάγραμμα (το), κλαδοδιάγραμμα (το) | branching diagram |
παράγοντας διακλάδωσης (ο) | branching factor |
διακλαδούμενος κόμβος (ο) | branching node |