ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εγκεφαλικές αλλοιώσεις (οι) brain lesions
πρόγραμμα Μπρέινβοξ (το) Brainvox program
διακλάδωση (η) branch
κλάδος (ο) branch
Κλάδος (ο) branch
διακλαδούμενος,-η,-ο branching
Διακλάδωση (η), διακλαδούμενος-η-ο Branching
διακλαδούμενο διάγραμμα (το), κλαδοδιάγραμμα (το) branching diagram
παράγοντας διακλάδωσης (ο) branching factor
διακλαδούμενος κόμβος (ο) branching node