ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δεσμευμένος,-η,-ο | bounded |
δεσμευμένοι πόδες (οι) | bounded feet |
Δεσμευμένος πόδας (ο) | bounded foot |
δεσμευσιμότητα (η) | boundedness |
Δεσμευτικότητα (η) | boundedness |
δέσμευση (η) | bounding |
δεσμευτικός κόμβος (ο) | bounding node |
θεωρία των δεσμεύσεων (η) | bounding theory |
δεσμευτικότητα (η) | boundness |
θεωρία της ηχομίμησης (η) | bow-wow theory |