ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δεσμευμένος,-η,-ο bounded
δεσμευμένοι πόδες (οι) bounded feet
Δεσμευμένος πόδας (ο) bounded foot
δεσμευσιμότητα (η) boundedness
Δεσμευτικότητα (η) boundedness
δέσμευση (η) bounding
δεσμευτικός κόμβος (ο) bounding node
θεωρία των δεσμεύσεων (η) bounding theory
δεσμευτικότητα (η) boundness
θεωρία της ηχομίμησης (η) bow-wow theory