ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δεσμευμένο αντωνυμικό στοιχείο (το) bound pronoun
δεσμευμένη μεταβλητή (η) bound variable
όρια (τα) boundaries
συνοριακός δείκτης (ο) boundary marker
οριακός τόνος (ο) boundary tone
συνοριακός τόνος (ο) boundary tone
Οριακός τόνος (ο) boundary tone
συνοριακός δείκτης (ο) boundary-marker
συνοριακό σύμβολο (το) boundary-symbol
οριακό σύμβολο (το) boundary-symbol