ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δεσμευμένο αντωνυμικό στοιχείο (το) | bound pronoun |
δεσμευμένη μεταβλητή (η) | bound variable |
όρια (τα) | boundaries |
συνοριακός δείκτης (ο) | boundary marker |
οριακός τόνος (ο) | boundary tone |
συνοριακός τόνος (ο) | boundary tone |
Οριακός τόνος (ο) | boundary tone |
συνοριακός δείκτης (ο) | boundary-marker |
συνοριακό σύμβολο (το) | boundary-symbol |
οριακό σύμβολο (το) | boundary-symbol |