ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Από κάτω προς τα πάνω / από τη βάση προς τα πάνω bottom-up
ανοδικός συντακτικός αναλυτής (ο) bottom-up parser
ανοδική διεργασία (η) bottom-up process
επεξεργασία από κάτω προς τα πάνω (η) bottom-up processing
δεσμευμένος-η-ο bound
δεσμευμένος-η-ο bound
δεσμευμένη αναφορά/αναφορικότητα/αναπομπή (η) bound anaphora
δεσμευμένος τύπος (ο) bound form
δεσμευμένο μόρφημα (το) bound morpheme
δεσμευμένες πιθανότητες (οι) bound probabilities