ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνοριακός δείκτης (ο) | border signal |
δανείζομαι | borrow |
δάνεια έννοια (η) | borrowed concept |
δάνεια σημασία (η) | borrowed meaning |
δάνειος όρος (ο) | borrowed term |
δάνεια λέξη (η) | borrowed word |
δανεισμός | borrowing |
γλωσσικός θάνατος από τη βάση προς την κορυφή (ο) | bottom-to-top language death |
από κάτω προς τα πάνω | bottom-up |
από τη βάση προς τα πάνω | bottom-up |