ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σώμα (το) | body |
γλώσσα του σώματος (η) | body language |
σώμα της γλώσσας (το) | body of the tongue |
πληθυσμογράφος σώματος (ο) | body plethysmograph |
λέξη φάντασμα (η) | bogey |
μόνιμο κείμενο (το) | boiler plate |
Μπόκμαλ (η) (γλώσσα) | Bokmål |
με έντονους χαρακτηρες | bold |
Δεσμευτικότητα (η) | bondedness |
μπονόμπο (το) | bonobo |