ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συντμημένος λόγος (ο) block language
αποκλεισμένος,-η,-ο blocked
διαφανή φωνήεντα (το) blockers
αποκλεισμός (ο) blocking
κατηγορία αποκλεισμού (η) blocking category
δεσμευτική κατηγορία (η) blocking category
περιορισμός του αποκλεισμού (ο) blocking constraint
αρχή του φραγμού (η) blocking principle
αιμοφόρο αγγείο (το) blood vessel
Μπλούμφιλντ (του) / Μπλουμφιλντιανός-ή-ό Bloomfield / Bloomfieldian