ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δισθενής,-ής,-ές bivalent
δισθενής κατηγορία (η) bivalent category
ανάλυση μαύρου κουτιού (η) black box analysis
καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) Black English
καθομιλουμένη των αγγλόφωνων Αφροαμερικανών (η) Black English vernacular
λεπίδα της γλώσσας (η) blade
κόψη της γλώσσας (η) blade
κενό (το) blank
βλάσφημος,-η,-ο blasphemous
βλασφημία (η) blasphemy