ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
δεσμεύω bind
συνδέομαι αναφορικά bind
δεσμεύομαι αναφορικά bind
Δεσμεύω/-ομαι αναφορικά, συνδέω/-ομαι αναφορικά bind
αναφορική σύνδεση (η) binding
αναφορική δέσμευση (η) binding
Αναφορική δέσμευση (η) αναφορική σύνδεση (η) binding
αρχή κληρονομιάς της αναφορικής δέσμευσης (η) binding inheritance principle
θεωρία της αναφορικής σύνδεσης (η) binding theory
θεωρία της αναφορικής δέσμευσης (η) binding theory