ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διπλοκατευθυντικότητα (η) bidirectionality
διπλολειτουργικό λεξικό (το) bifunctional dictionary
διακλάδωση (η) bifurcation
μεγάλο pro (το) big pro
δίγραμμα (το) bigram
δίγραμμα και τρίγραμμα bigram and trigram
διγραφία (η) bigraphism
Μπιχάρι (η) (γλώσσα) Bihari
Αρχή διπολικότητας (η) bijection principle (BP)
Διπολικός-ή-ό bijective