ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Κόρπους Έρευνας Επικοινωνιών Μπελ (το) Bellcore
Βαλουχική (η) (γλώσσα) Belochi
Λευκορωσική (η) (γλώσσα) Belorussian
δοκιμασία επιδόσεων (η) bench mark 
ευεργεσιακός,-ή,-ό benefactive
χαριστικός,-ή,-ό benefactive
Ευεργετημένος-η-ο beneficiary
Ευεργετημένος-η-ο beneficiary
Βενγκάλι (η) Bengali
Μπένουε-Κονγκό (η) (γλώσσα) Benue-Congo