ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
γυμνός-ή-ό | bare |
γυμνό απαρέμφατο (το) | bare infinitive |
γυμνή ΟΦ (η) | bare NP |
στοιχειώδης/γυμνή φραστική δομή (η) | bare phrase-structure |
Γυμνός πληθυντικός (ο) | bare plural |
επίρρημα γυμνής ΟΦ (το) | bare-NP adverbial |
απρόσκλητη διακοπή (η) | barge-in |
Μπαρκ (ο) | Bark |
κλίμακα Μπαρκ (η) | Bark scale |
φραγμός (ο) | barrier |