ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αυτοτεμαχιακή φωνολογία (η) autosegmental phonology
αυτοσημική λέξη (η) autosemantic word
αυτοϋπερκειμενικότητα (η) autosuperordination
βοηθ (βοηθητικός,-ή,-ό) aux (auxiliary)
βοηθητικός,-ή,-ό auxiliary
Βοηθητικός-ή-ό (βοηθ, ΒΟΗΘ) Auxiliary (aux, AUX)
Βοηθητικό στοιχείο (το) Auxiliary element
βοηθητική γλώσσα (η) auxiliary language
βοηθητικό σύμβολο (το) auxiliary symbol
βοηθητικό δένδρο (το) auxiliary tree