ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυτοολωνυμία (η) | autoholonymy |
αυτοϋπώνυμο (το) | autohyponym |
αυτοϋπωνυμία (η) | autohyponymy |
αυτολεξική σύνταξη (η) | autolexical syntax |
αυτόματα (τα) | automata |
θεωρία αυτομάτων (η) | automata theory |
αυτόματος,-η,-ο | automatic |
Αυτόματη Ανάλυση Περιεχομένου Ομιλούμενου Λόγου (η) | Automatic Content Analysis of Spoken Discourse (ACASD) |
αυτόματο λεξικό (το) | automatic dictionary |
αυτόματη διασαφήνιση (η) | automatic disambiguation |