ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αυτοολωνυμία (η) autoholonymy
αυτοϋπώνυμο (το) autohyponym
αυτοϋπωνυμία (η) autohyponymy
αυτολεξική σύνταξη (η) autolexical syntax
αυτόματα (τα) automata
θεωρία αυτομάτων (η) automata theory
αυτόματος,-η,-ο automatic
Αυτόματη Ανάλυση Περιεχομένου Ομιλούμενου Λόγου (η) Automatic Content Analysis of Spoken Discourse (ACASD)
αυτόματο λεξικό (το) automatic dictionary
αυτόματη διασαφήνιση (η) automatic disambiguation