ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Αυστροασιατική (η) (γλώσσα) | Austroasian |
Αυστροασιατική (η) (γλώσσα) | Austroasiatic |
Αυστρονησιακή (η) (γλώσσα) | Austronesian |
Αυστρο-ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) | Austro-Thai |
αυθεντικός-ή-ό | authentic |
επαλήθευση αυθεντικότητας (η), αυθεντικοποίηση (η), επικύρωση (η), πιστοποίηση (η) | authentication |
αυθεντικότητα (η) | authenticity |
συγγραφέας (ο) | author |
συγγραφική λεξικογραφία (η) | author lexicography |
λεξικό συγκεκριμένου συγγραφέα (το) | author-specific dictionary |