ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Αυστροασιατική (η) (γλώσσα) Austroasian
Αυστροασιατική (η) (γλώσσα) Austroasiatic
Αυστρονησιακή (η) (γλώσσα) Austronesian
Αυστρο-ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) Austro-Thai
αυθεντικός-ή-ό authentic
επαλήθευση αυθεντικότητας (η), αυθεντικοποίηση (η), επικύρωση (η), πιστοποίηση (η) authentication
αυθεντικότητα (η) authenticity
συγγραφέας (ο) author
συγγραφική λεξικογραφία (η) author lexicography
λεξικό συγκεκριμένου συγγραφέα (το) author-specific dictionary