ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ακουστική-προφορική μέθοδος (η) | aural-oral method |
Αυστραλοασιατική Εταιρεία Λεξικογραφίας (η) | Australasian Association for Lexicography |
Αυστραλοασιατική Εταιρεία Λεξικογραφίας (η) | AUSTRALEX |
αυστραλιανός-ή-ό | Australian |
αυστραλιανές ιθαγενείς γλώσσες (οι) | Australian aboriginal languages |
Αυστραλιανό Κόρπους Αγγλικών (ACE) (το) | Australian Corpus of English (ACE) |
αυστραλιανές γλώσσες (οι) | Australian languages |
Αυστρική (η) (γλώσσα) | Austric |
Αυστρο-ασιατική (η) (γλώσσα) | Austro-Asiatic |
Αυστρο-ταϊλανδέζικη (η) (γλώσσα) | Austro-Tai |