ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
επαυξητικός,-ή,-ό augmentative
Μεγεθυντικός-ή-ό, επαυξητικός-ή-ό augmentative (augm)
επαυξητικό πρόσφυμα (το) augmentative affix
επαυξητική επικοινωνία (η) augmentative communication
επαυξημένο δίκτυο μεταπτώσεων (το) augmented transition network
γραμματική επαυξημένου δικτύου μεταπτώσεων (η) augmented transition network (ATN) grammar
γραμματική ενισχυμένου δικτύου μετάβασης (η) augmented transition network grammar (ATN)
δείγμα Augustan Prose (το) Augustan Prose Sample
ωτικός,-ή,-ό aural
ακουστική-προφορική προσέγγιση (η) aural-oral approach