ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επαυξητικός,-ή,-ό | augmentative |
Μεγεθυντικός-ή-ό, επαυξητικός-ή-ό | augmentative (augm) |
επαυξητικό πρόσφυμα (το) | augmentative affix |
επαυξητική επικοινωνία (η) | augmentative communication |
επαυξημένο δίκτυο μεταπτώσεων (το) | augmented transition network |
γραμματική επαυξημένου δικτύου μεταπτώσεων (η) | augmented transition network (ATN) grammar |
γραμματική ενισχυμένου δικτύου μετάβασης (η) | augmented transition network grammar (ATN) |
δείγμα Augustan Prose (το) | Augustan Prose Sample |
ωτικός,-ή,-ό | aural |
ακουστική-προφορική προσέγγιση (η) | aural-oral approach |