ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ακουστική ανατροφοδότηση (η) auditory feedback
ακουστικό κανάλι (το) auditory meatus
ακουστικό νεύρο (το) auditory nerve
ακουστική αντίληψη (η) auditory perception
αντιληπτική φωνητική (η) auditory phonetics
ακροατική φωνητική (η) auditory phonetics
ακουστική επεξεργασία (η) auditory processing
Αντιληπτικός στόχος (ο) auditory target
αύξηση (η) augment
μεγεθυντικός,-ή,-ό augmentative