ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ακουόγραμμα (το) | audiogram |
ακοόγραμμα (το) | audiogram |
ακουστικογλωσσική μέθοδος (η) | audiolingual method |
μέθοδος ομιλίας και ακουστικής κατανόησης (η) | audiolingual method |
ακουομετρικός,-ή,-ό | audiomertic |
οπτικοακουστική βοήθεια (η) | audio-visual aid |
Οπτικοακουστική ένταξη (η) | audio-visual integration |
οπτικοακουστική μέθοδος (η) | audio-visual method |
ακουστικός,-ή,-ό | auditory |
ακουστική διάκριση (η) | auditory discrimination |