ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επιθετικός,-ή,-ό | attributive |
επίθετα που δηλώνουν ιδιότητα (τα) | attributive adjectives |
προσδιοριστική ανάγνωση/ερμηνεία (η) | attributive reading |
προσδιοριστική χρήση (η) | attributive use |
εξασθένηση (η) | attrition |
ακουστικότητα (η) | audibility |
ακουστός,-ή,-ό | audible |
ακουστή τριβή (η) | audible friction |
αντιληπτή τριβή (η) | audible friction |
ακουστικο-γλωσσία (η) | audio-lingualism |