ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
στάση (η) attitude
στάση του ομιλητή (η) attitude of speaker
κλίμακα στάσης (η) attitude scale
γλωσσικές στάσεις (οι) attitudes to language
Συμπεριφορικός-ή-ό attitudinal
Συμπεριφορικός-ή-ό attitudinal
συμπεριφορική πληροφορία (η)/πληροφορία στάσης (η) attitudinal information
αττικισμός (ο) Attizismus
Ελκύω, προσελκύω attract
πλησιέστερη προσέλκυση (η) attract closest