ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ατομικιστικές θεωρίες λεξικής σημασίας (οι) atomistic theories of word meaning
ατομιστική θεωρία (η) atomistic theory
μη μουσικοτονικός,-ή,-ό atonal
Μη μουσικοτονική γλώσσα (η) atonal language
άτονο φωνήεν (το) atonic vowel
ΠΡΓ (προωθημένη ρίζα γλώσσας) (η) ATR (advanced tongue root)
ΠΡΓ (προωθημένη ρίζα γλώσσας) (η) ATR (advanced tongue root)
προτιμήσεις δομής (οι) attachment preferences
χρόνος δράσης (ο) attack time
χρόνος διαδικασίας (ο) attack time