ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
διάχυτος-η-ο (across-the-board) atb
Ατελικός-ή-ό atelic
Ατελικός-ή-ό atelic
ατελικά συμβάντα (τα) atelic events
αχρονικές σχέσεις atemporal relations
μη τερματικός,-ή,-ό aterminative
Αθαμπασική (η) (γλώσσα) Athabaskan
αθέματος,-η,-ο athematic
αθέματο ρήμα (το) athematic verb
άτλας (o) atlas