ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αστερίσκος (ο) asterisk
σημειωμένος-η-ο με αστερικο asterisked
σημειωμένος με αστερίσκο τύπος (ο) asterisked form
ασυλλαβικός-ή-ό asyllabic
ασυμμετρική ρυθμική θεωρία (η) asymmetric rhythmic theory
ασύγχρονος τρόπος μετάδοσης (ο) asynchronous transfer mode
ασύνδετος-η-ο asyndetic
ασύνδετη προτασιακή δομή (η) asyndetic sentence construction
σχήμα ασύνδετο (το) asyndeton
ασυντακτικός-ή-ό asyntactic