ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αστερίσκος (ο) | asterisk |
σημειωμένος-η-ο με αστερικο | asterisked |
σημειωμένος με αστερίσκο τύπος (ο) | asterisked form |
ασυλλαβικός-ή-ό | asyllabic |
ασυμμετρική ρυθμική θεωρία (η) | asymmetric rhythmic theory |
ασύγχρονος τρόπος μετάδοσης (ο) | asynchronous transfer mode |
ασύνδετος-η-ο | asyndetic |
ασύνδετη προτασιακή δομή (η) | asyndetic sentence construction |
σχήμα ασύνδετο (το) | asyndeton |
ασυντακτικός-ή-ό | asyntactic |