ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνειρμική σύνδεση (η) | associative connection |
συνειρμική σύνδεση (η) | associative connection |
συνειρμικό πεδίο | associative field |
συνειρμική μάθηση (η) | associative learning |
συνειρμική σημασία (η) | associative meaning |
συνειρμικό δίκτυο (το) | associative network |
εντοπισμός συνειρμικού αρχετύπου (ο) | associative priming |
συσχετική σχέση (η) | associative relation |
συσχετιστικό στάδιο (το) | associative stage |
Ασσυριακή (η) (γλώσσα) | Assyrian |