ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συνειρμική σύνδεση (η) associative connection
συνειρμική σύνδεση (η) associative connection
συνειρμικό πεδίο associative field
συνειρμική μάθηση (η) associative learning
συνειρμική σημασία (η) associative meaning
συνειρμικό δίκτυο (το) associative network
εντοπισμός συνειρμικού αρχετύπου (ο) associative priming
συσχετική σχέση (η) associative relation
συσχετιστικό στάδιο (το) associative stage
Ασσυριακή (η) (γλώσσα) Assyrian