ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αφομοιωμένη λέξη (η) | assimilated word |
αφομοίωση (η) | assimilation |
Αφομοιωτικός-ή-ό | assimilatory |
συνδεδεμένος όρος (ο), συνδέομαι | associate |
Δενδρική Τράπεζα Associated Press (η) | Associated Press Treebank |
σύνδεση3 (η), συνειρμός (ο) | association |
συνειρμός (ο) | association |
συνθήκη σύνδεσης (η) | association convention |
Εταιρεία Υπολογιστικής Γλωσσολογίας (ACL) (η) | Association for Computational Linguistics (ACL) |
Εταιρεία Πρωτοβουλίας για Συλλογή Δεδομένων Υπολογιστικής Γλωσσολογίας (ACLDCI) (η) | Association for Computational Linguistics Data Collection Initiative (ACLDCI) |