ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αφομοιωμένη λέξη (η) assimilated word
αφομοίωση (η) assimilation
Αφομοιωτικός-ή-ό assimilatory
συνδεδεμένος όρος (ο), συνδέομαι associate
Δενδρική Τράπεζα Associated Press (η) Associated Press Treebank
σύνδεση3 (η), συνειρμός (ο) association
συνειρμός (ο) association
συνθήκη σύνδεσης (η) association convention
Εταιρεία Υπολογιστικής Γλωσσολογίας (ACL) (η) Association for Computational Linguistics (ACL)
Εταιρεία Πρωτοβουλίας για Συλλογή Δεδομένων Υπολογιστικής Γλωσσολογίας (ACLDCI) (η) Association for Computational Linguistics Data Collection Initiative (ACLDCI)