ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δείκτης ποιού ενεργείας (ο) | aspectualizer |
δείκτης όψης (ο) | aspectualizer |
οπτικοποιητής (ο) | aspectualizer |
δασύς,-εία,-ύ | aspirate / aspirate |
δασύς,-εία,-ύ | aspirated |
δασυνόμενος,-η,-ο | aspirated |
δάσυνση (η) | aspiration |
δασύτητα (η) | aspiration |
ΑΑΟ: Αυτόματη Αναγνώριση Ομιλίας (η) | ASR |
Ασαμέζικα (τα) | Assamese |