ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ανάβαση (η) ascension
προσάπτουσα (η) ascriptive
προσάπτουσα πρόταση (η) ascriptive sentence
πρόσθιο, χαμηλό, μη στρογγυλό φωνήεν /ae/ (το) ash
Ασιατική Εταιρεία Λεξικογραφίας (η) Asian Association for Lexicography
Αγγλικά Ασιατικών Εφημερίδων (ευρετήριο) Asian Newspaper English
Ασιατικές γλώσσες (οι) Asiatic languages
Αμερικανική Νοηματική Γλώσσα (η) ASL
όψη (ρηματική) (η) aspect
ποιόν ενεργείας (το) aspect