ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Αρχαϊσμός (ο) archaism
Αρχαϊσμός (ο) archaism
αρχιφώνημα (το) archiphoneme
αρχίστρωμα (το) archistratum
αρχειοθέτηση (η) archiving
αρχειοφύλακας (ο) archivist
περιοχή (η), Χώρος (ο) area
περιοχή (η), Χώρος (ο) area
συνάρτηση επιφανείας (η) area function
χωρικός-ή-ό areal