ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Δενδρικός-ή-ό | arboreal |
Δενδρικός-ή-ό | arboreal |
δενδρικό πλέγμα (το) | arboreal grid |
τόξο (το) | arc |
σύνδεσμος (o) | arc (link) |
Αρχαϊκός-ή-ό | archaic |
Αρχαϊκός-ή-ό | archaic |
αρχαϊζον λεξικό (το) | archaising dictionary |
γραμματική ζευγών-όρων (η) | arc-pair grammar |
γραμματική ζευγών τόξων (η) | arc-pair grammar |