ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
Δενδρικός-ή-ό arboreal
Δενδρικός-ή-ό arboreal
δενδρικό πλέγμα (το) arboreal grid
τόξο (το) arc
σύνδεσμος (o) arc (link)
Αρχαϊκός-ή-ό archaic
Αρχαϊκός-ή-ό archaic
αρχαϊζον λεξικό (το) archaising dictionary
γραμματική ζευγών-όρων (η) arc-pair grammar
γραμματική ζευγών τόξων (η) arc-pair grammar