ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
αυθαιρετότητα (η) | arbitrariness |
αυθαιρετότητα της γλώσσας (η) | arbitrariness languages |
αφαιρετότητα της γλωσσολογικής θεωρίας (η) | arbitrariness of linguistic theory |
αυθαίρετο της πραγμάτωσης (το) | arbitrariness of realization |
arbitrariness of realization | |
αυθαίρετος,-η,-ο | arbitrary |
αυθαίρετο κέρδος (το) | arbitrary gain |
αυθαίρετη αναφορά (η) | arbitrary reference |
αυθαίρετο σημείο (το) | arbitrary sign |
αυθαίρετο έναντι εικονικού σημείου (το) | arbitrary v. Iconic signs |