ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
αυθαιρετότητα (η) arbitrariness
αυθαιρετότητα της γλώσσας (η) arbitrariness languages
αφαιρετότητα της γλωσσολογικής θεωρίας (η) arbitrariness of linguistic theory
αυθαίρετο της πραγμάτωσης (το) arbitrariness of realization
arbitrariness of realization
αυθαίρετος,-η,-ο arbitrary
αυθαίρετο κέρδος (το) arbitrary gain
αυθαίρετη αναφορά (η) arbitrary reference
αυθαίρετο σημείο (το) arbitrary sign
αυθαίρετο έναντι εικονικού σημείου (το) arbitrary v. Iconic signs