ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
νόημα (το) | noeme |
θόρυβος (ο) | noise |
μείωση θορύβου (η) | noise reduction |
σχηματοποίηση-μορφοποίηση θορύβου (η) | noise shaping |
ONOM | NOM |
όνομα που δηλώνει αποτέλεσμα ενέργειας (το) | nomen acti |
όνομα που δηλώνει ενέργεια (το) | nomen actionis |
όνομα που δηλώνει δράστη (το) | nomen agentis |
κοινό όνομα (το) | nomen appellativum |
νομενκλατούρα (η) | nomen clature |