ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
κειμενικό είδος (το) genre
γραμματειακό είδος (το) genre
Κειμενικό είδος (το), γραμματειακό είδος (το) genre
σχέδιο διδασκαλίας (το) genre-scheme
εκλεπτυσμένη λέξη/φράση (η) genteelism
γένος (το) genus
πλησιέστερο γένος (το) genus proximum
γενικευτικός όρος / ορισμός (ο) genus term
σχέση γένους-είδους (η) genus-species relation
Γεωγραφική διάλεκτος (η) geographical dialect / regional dialect