ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κειμενικό είδος (το) | genre |
γραμματειακό είδος (το) | genre |
Κειμενικό είδος (το), γραμματειακό είδος (το) | genre |
σχέδιο διδασκαλίας (το) | genre-scheme |
εκλεπτυσμένη λέξη/φράση (η) | genteelism |
γένος (το) | genus |
πλησιέστερο γένος (το) | genus proximum |
γενικευτικός όρος / ορισμός (ο) | genus term |
σχέση γένους-είδους (η) | genus-species relation |
Γεωγραφική διάλεκτος (η) | geographical dialect / regional dialect |