ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
προσαρμογή fitting
σταθεροποίηση fixation
σταθερά fixed
σταθερός,-ή,-ό fixed
Σταθερός-ή-ό fixed
σταθερός τόνος fixed accent
παγιωμένη έκφραση (η) fixed expression
τμήμα εγγραφής σταθερού μήκους fixed length portion of a record
παγιωμένο στοιχείο απάντησης (το) fixed response item
σταθερός τονισμός (ο) fixed stress