ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συνεπαγόμενος,-η,-ο | entailed |
συνεπαγωγή (η) | entailment |
εισαγωγή δεδομένων | entering data |
ενθύμημα (το) | enthymeme |
οντότητα | entity |
εδραιώνω | entrench |
εδραίωση (η) | entrenchment |
εντροπία (η) | entropy |
Λήμμα (λεξικό) (το), καταχώριση (η) είσοδος (η) | entry |
εδραίωση (η) | entrenchment |