ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
συνεπαγόμενος,-η,-ο entailed
συνεπαγωγή (η) entailment
εισαγωγή δεδομένων entering data
ενθύμημα (το) enthymeme
οντότητα entity
εδραιώνω entrench
εδραίωση (η) entrenchment
εντροπία (η) entropy
Λήμμα (λεξικό) (το), καταχώριση (η) είσοδος (η) entry
εδραίωση (η) entrenchment