ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
επεξεργασία elaboration
επεξήγηση (η) elaboration
σημείο επεξηγησης (το) elaboration site
συμπέρασμα επεξεργασίας (το), επεξεργαστικός συμπερασμός (ο), αναλυτικό συμπέρασμα (το) elaborative inference
εξελικτική απλοποίηση elaborative simplification
Ελαμιτική (η) (γλώσσα) Elamite
Ελαμιτική-Δραβιδική (η) (γλώσσα) Elamite-Dravidian
Ελαμο-δραβιδική (η) (γλώσσα) Elamo-Dravidian
εκτοπικός elative (elat, ELAT)
αγκώνας (ο) elbow