ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επεξεργασία | elaboration |
επεξήγηση (η) | elaboration |
σημείο επεξηγησης (το) | elaboration site |
συμπέρασμα επεξεργασίας (το), επεξεργαστικός συμπερασμός (ο), αναλυτικό συμπέρασμα (το) | elaborative inference |
εξελικτική απλοποίηση | elaborative simplification |
Ελαμιτική (η) (γλώσσα) | Elamite |
Ελαμιτική-Δραβιδική (η) (γλώσσα) | Elamite-Dravidian |
Ελαμο-δραβιδική (η) (γλώσσα) | Elamo-Dravidian |
εκτοπικός | elative (elat, ELAT) |
αγκώνας (ο) | elbow |