ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εξωθητικά προστριβόμενα ejective affricates
εξωθητικά κλειστά ejective stops
Ελληνικά EL
διευρυμένος,-η,-ο elaborated
επεξεργασμένος,-η,-ο elaborated
Επεξεργασμένος-η-ο, Αναπτυγμένος-η-ο, Διευρυμένος-η-ο elaborated
επεξεργασμένος κώδικας elaborated code
διευρυμένος κώδικας elaborated code
διευρυμένη κλίση elaborated inflection
αρχή διευρυμένης προβολής elaborated projection principle