ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξωθητικά προστριβόμενα | ejective affricates |
εξωθητικά κλειστά | ejective stops |
Ελληνικά | EL |
διευρυμένος,-η,-ο | elaborated |
επεξεργασμένος,-η,-ο | elaborated |
Επεξεργασμένος-η-ο, Αναπτυγμένος-η-ο, Διευρυμένος-η-ο | elaborated |
επεξεργασμένος κώδικας | elaborated code |
διευρυμένος κώδικας | elaborated code |
διευρυμένη κλίση | elaborated inflection |
αρχή διευρυμένης προβολής | elaborated projection principle |