ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εκπνευστικός,-ή,-ό | egressive |
οριοθετικός-ή-ό | egressive |
εκπνευστικός μηχανισμός του ρεύματος αέρα | egressive airstream mechanism |
εκπνευστικός φθόγγος | egressive sound |
Αιγυπτιακή (η) (γλώσσα) | Egyptian |
ειδητική αίσθηση (η) | eidetic sense |
επιφώνημα | ejaculation |
έκκροτος | ejective |
εξωθητικός | ejective |
εξωθητικός-ή-ό | ejective / explosive |