ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
ιδίωμα των μορφωμένων educated speech
πολιτική σχετικά με τη γλώσσα της εκπαίδευσης (η) educational language policy
παιδαγωγική γλωσσολογία (η) educational linguistics
εκπαιδευτική γλωσσολογία (η) educational linguistics
Εκπαιδευτική γλωσσολογία (η) / παιδαγωγική γλωσσολογία (η) educational linguistics / pedagogical linguistics
αποτέλεσμα effect
οριοθετικός-ή-ό effective
που δηλώνει αποτέλεσμα effectivus
Αγγλική ως ξένη γλώσσα (η) EFL
λεξικό Αγγλικής ως ξένης γλώσσας (το) EFL dictionary