ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εκλεκτισμός | eclecticism |
Απόδοση Πτώσης Κατ' Εξαίρεσιν (ΑΠΚΕ) | ECM |
Οικογλωσσολογικός-ή-ό | ecolinguistic |
Οικογλωσσολογία (η) | ecolinguistics |
Οικολογική γλωσσολογία (η), | Ecological linguistics, |
οικολογία της γλώσσας (η) | ecology of language |
οικονομία (η) | economy |
αρχή οικονομίας | economy principle |
ΑΚΚ | ECP |
Τύπος –ed (o), Τύπος του αορίστου της αγγλικής (ο) | ed form |