ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

16348 results
Greek Term English Term
εκλεκτισμός eclecticism
Απόδοση Πτώσης Κατ' Εξαίρεσιν (ΑΠΚΕ) ECM
Οικογλωσσολογικός-ή-ό ecolinguistic
Οικογλωσσολογία (η) ecolinguistics
Οικολογική γλωσσολογία (η), Ecological linguistics,
οικολογία της γλώσσας (η) ecology of language
οικονομία (η) economy
αρχή οικονομίας economy principle
ΑΚΚ ECP
Τύπος –ed (o), Τύπος του αορίστου της αγγλικής (ο) ed form